ανοίκειος

ανοίκειος
-α, -ο (Α ἀνοίκειος, -ον) [οικείος]
ανάρμοστος, άπρεπος, ανάγωγος
αρχ.
1. αυτός που δεν ανήκει στην οικογένεια
2. ασύμφωνος, ανόμοιος, ξένος με κάτι
3. άκαιρος, άτοπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀνοίκειος — not of the family masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανοίκειος — α, ο ο ανάρμοστος, ο απρεπής, κυρίως στη φρ. ανοίκεια συμπεριφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνοικειότερον — ἀνοίκειος not of the family adverbial comp ἀνοίκειος not of the family masc acc comp sg ἀνοίκειος not of the family neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοικειοτέρων — ἀνοίκειος not of the family fem gen comp pl ἀνοίκειος not of the family masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοικείως — ἀνοίκειος not of the family adverbial ἀνοίκειος not of the family masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοίκειον — ἀνοίκειος not of the family masc/fem acc sg ἀνοίκειος not of the family neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοικειοτάτη — ἀνοίκειος not of the family fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοικειοτάτου — ἀνοίκειος not of the family masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοικειότερα — ἀνοίκειος not of the family neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοικείοις — ἀνοίκειος not of the family masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”